ετυμολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετυμολογικός η ετυμολογική το ετυμολογικό
      γενική του ετυμολογικού της ετυμολογικής του ετυμολογικού
    αιτιατική τον ετυμολογικό την ετυμολογική το ετυμολογικό
     κλητική ετυμολογικέ ετυμολογική ετυμολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετυμολογικοί οι ετυμολογικές τα ετυμολογικά
      γενική των ετυμολογικών των ετυμολογικών των ετυμολογικών
    αιτιατική τους ετυμολογικούς τις ετυμολογικές τα ετυμολογικά
     κλητική ετυμολογικοί ετυμολογικές ετυμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετυμολογικός παρασύνθετη > ετυμολογία

Επίθετο

ετυμολογικός, -ή, -ό

το ουδέτερο→ «ετυμολογικό», ως ουσιαστικό, το μέρος της γραμματικής που πραγματεύεται για το έτυμο→ το πραγματικό, την πρώτη ῥίζα από την οποία προήλθε η λέξη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.