έριδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έριδα | οι | έριδες |
| γενική | της | έριδας | των | ερίδων & έριδων |
| αιτιατική | την | έριδα | τις | έριδες |
| κλητική | έριδα | έριδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έριδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔρις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ρι‐δα
Ουσιαστικό
έριδα θηλυκό
Συγγενικά
- ερίζω
- εριστικά (καθαρεύουσα: εριστικώς)
- εριστικός
- συνερίζομαι
-
έριδα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- έριδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.