ερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερίζω < αρχαία ελληνική ἐρίζω

Ρήμα

ερίζω

  • εκφράζω τη διαφορά απόψεων με κάποιον με επιθετικό τρόπο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.