έξηχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έξηχος | η | έξηχη | το | έξηχο |
| γενική | του | έξηχου | της | έξηχης | του | έξηχου |
| αιτιατική | τον | έξηχο | την | έξηχη | το | έξηχο |
| κλητική | έξηχε | έξηχη | έξηχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έξηχοι | οι | έξηχες | τα | έξηχα |
| γενική | των | έξηχων | των | έξηχων | των | έξηχων |
| αιτιατική | τους | έξηχους | τις | έξηχες | τα | έξηχα |
| κλητική | έξηχοι | έξηχες | έξηχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έξηχος < ελληνιστική κοινή ἔξηχος[1] < αρχαία ελληνική ἐξ + ἦχος
Επίθετο
έξηχος
Αναφορές
- ἔξηχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Λεξικόν Επίτομον της Ελληνικής γλώσσης Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 441
Μεταφράσεις
έξηχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.