ἕξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἕξῐς | αἱ | ἕξεις |
| γενική | τῆς | ἕξεως | τῶν | ἕξεων |
| δοτική | τῇ | ἕξει | ταῖς | ἕξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἕξῐν | τὰς | ἕξεις |
| κλητική ὦ! | ἕξῐ | ἕξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἕξις θηλυκό (γενική: ἕξεως)
- (αρχική σημασία) η κατοχή, το να έχεις κάτι δικό σου
- η συνήθεια, η έξη, εκείνο που αποκτάται από τη συνεχή εξάσκηση ή άσκηση επί αυτού και το οποίο κάποιος δεν έχει εκ γενετής
- επιδεξιότητα
- κατάσταση του μυαλού ή της ψυχής, στάση ζωής
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) καὶ ὅλη ἡ ψυχὴ εἰς τὴν βελτίστην φύσιν καθισταμένη τιμιωτέραν ἕξιν λαμβάνει
- (ιατρικά) ο οργανισμός, το σύστημα του οργανισμού
Σύνθετα
- μέθεξις
- κάθεξις
Πηγές
- ἕξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.