έξις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έξις < ἕξις
Ουσιαστικό
έξις θηλυκό
- η έξη, το επίκτητο, η συνήθεια σε αντιδιαστολή προς το κληρονομούμενο, to φυσικό, εκ γενετής χαρακτηριστικό
Εκφράσεις
- έξις δευτέρα φύσις (εστί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.