εξαλλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαλλότητα οι εξαλλότητες
      γενική της εξαλλότητας των εξαλλοτήτων
    αιτιατική την εξαλλότητα τις εξαλλότητες
     κλητική εξαλλότητα εξαλλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαλλότητα < έξαλλος + -ότητα

Ουσιαστικό

εξαλλότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.