ένθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ένθεμα | τα | ενθέματα |
| γενική | του | ενθέματος | των | ενθεμάτων |
| αιτιατική | το | ένθεμα | τα | ενθέματα |
| κλητική | ένθεμα | ενθέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ένθεμα < ελληνιστική κοινή ἔνθεμα
Ουσιαστικό
ένθεμα ουδέτερο
- κάτι που μπαίνει ή βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο
- ※ Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής κ. (…) διαβεβαίωσε ότι η σιλικόνη που χρησιμοποιήθηκε δεν είναι επικίνδυνη καθώς και ότι δεν υπάρχει λόγος να αφαιρεθεί ένα ένθεμα, αν δεν έχει υποστεί ρήξη. (εφ. Το Βήμα, 12/1/2012)
Μεταφράσεις
ένθεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.