εκδηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκδηλώνω < ελληνιστική κοινή ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ < αρχαία ελληνική ἐκ + δηλόω / δηλῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική manifester)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.ðiˈlo.no/
Ρήμα
εκδηλώνω (παθητική φωνή: εκδηλώνομαι)
- εκφράζω κάτι που σκέφτομαι ή αισθάνομαι
- φανερώνω, εμφανίζω
Συγγενικά
- ανεκδήλωτος
- εκδηλωμένος
- αντεκδήλωση
- εκδήλωση
- εκδηλώσιμος
- εκδηλωσούλα
- εκδηλωτικά
- εκδηλωτικός
- εκδηλωτικότητα
- εκδηλωτικώς
- → δείτε τις λέξεις δηλώνω και δήλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκδηλώνω | εκδήλωνα | θα εκδηλώνω | να εκδηλώνω | εκδηλώνοντας | |
| β' ενικ. | εκδηλώνεις | εκδήλωνες | θα εκδηλώνεις | να εκδηλώνεις | εκδήλωνε | |
| γ' ενικ. | εκδηλώνει | εκδήλωνε | θα εκδηλώνει | να εκδηλώνει | ||
| α' πληθ. | εκδηλώνουμε | εκδηλώναμε | θα εκδηλώνουμε | να εκδηλώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκδηλώνετε | εκδηλώνατε | θα εκδηλώνετε | να εκδηλώνετε | εκδηλώνετε | |
| γ' πληθ. | εκδηλώνουν(ε) | εκδήλωναν εκδηλώναν(ε) |
θα εκδηλώνουν(ε) | να εκδηλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκδήλωσα | θα εκδηλώσω | να εκδηλώσω | εκδηλώσει | ||
| β' ενικ. | εκδήλωσες | θα εκδηλώσεις | να εκδηλώσεις | εκδήλωσε | ||
| γ' ενικ. | εκδήλωσε | θα εκδηλώσει | να εκδηλώσει | |||
| α' πληθ. | εκδηλώσαμε | θα εκδηλώσουμε | να εκδηλώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκδηλώσατε | θα εκδηλώσετε | να εκδηλώσετε | εκδηλώστε | ||
| γ' πληθ. | εκδήλωσαν εκδηλώσαν(ε) |
θα εκδηλώσουν(ε) | να εκδηλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκδηλώσει | είχα εκδηλώσει | θα έχω εκδηλώσει | να έχω εκδηλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκδηλώσει | είχες εκδηλώσει | θα έχεις εκδηλώσει | να έχεις εκδηλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκδηλώσει | είχε εκδηλώσει | θα έχει εκδηλώσει | να έχει εκδηλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκδηλώσει | είχαμε εκδηλώσει | θα έχουμε εκδηλώσει | να έχουμε εκδηλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκδηλώσει | είχατε εκδηλώσει | θα έχετε εκδηλώσει | να έχετε εκδηλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκδηλώσει | είχαν εκδηλώσει | θα έχουν εκδηλώσει | να έχουν εκδηλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.