ενδόξως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδόξως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδόξως. Συγχρονικά αναλύεται σε ένδοξ(ος) + -ως.

Επίρρημα

ενδόξως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.