έναστρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έναστρος | η | έναστρη | το | έναστρο |
| γενική | του | έναστρου | της | έναστρης | του | έναστρου |
| αιτιατική | τον | έναστρο | την | έναστρη | το | έναστρο |
| κλητική | έναστρε | έναστρη | έναστρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έναστροι | οι | έναστρες | τα | έναστρα |
| γενική | των | έναστρων | των | έναστρων | των | έναστρων |
| αιτιατική | τους | έναστρους | τις | έναστρες | τα | έναστρα |
| κλητική | έναστροι | έναστρες | έναστρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έναστρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔναστρος < αρχαία ελληνική σημασία: ανάμεσα σε άστρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.na.stɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐να‐στρος
- παλιότερος συλλαβισμός : έν‐ν‐στρος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- έναστρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.