επίκτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίκτητος η επίκτητη το επίκτητο
      γενική του επίκτητου της επίκτητης του επίκτητου
    αιτιατική τον επίκτητο την επίκτητη το επίκτητο
     κλητική επίκτητε επίκτητη επίκτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίκτητοι οι επίκτητες τα επίκτητα
      γενική των επίκτητων των επίκτητων των επίκτητων
    αιτιατική τους επίκτητους τις επίκτητες τα επίκτητα
     κλητική επίκτητοι επίκτητες επίκτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίκτητος < αρχαία ελληνική ἐπίκτητος < ἐπί + κτάομαι, -ῶμαι + -τος

Επίθετο

επίκτητος, -η, -ο

  • που αποκτήθηκε εκ των υστέρων
    οι επίκτητες ιδιότητες δεν κληρονομούνται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.