έμπρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμπρακτος | η | έμπρακτη | το | έμπρακτο |
| γενική | του | έμπρακτου | της | έμπρακτης | του | έμπρακτου |
| αιτιατική | τον | έμπρακτο | την | έμπρακτη | το | έμπρακτο |
| κλητική | έμπρακτε | έμπρακτη | έμπρακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμπρακτοι | οι | έμπρακτες | τα | έμπρακτα |
| γενική | των | έμπρακτων | των | έμπρακτων | των | έμπρακτων |
| αιτιατική | τους | έμπρακτους | τις | έμπρακτες | τα | έμπρακτα |
| κλητική | έμπρακτοι | έμπρακτες | έμπρακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμπρακτος < αρχαία ελληνική ἔμπρακτος < ἐν + πράττω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική tatsächlich)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.