εμπράκτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπράκτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπράκτως. Συγχρονικά αναλύεται σε έμπρακτ(ος) + -ως.

Προφορά

ΔΦΑ : /emˈbɾa.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπράκτως
τονικό παρώνυμο: έμπρακτος

Επίρρημα

εμπράκτως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.