εμπράκτως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπράκτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπράκτως. Συγχρονικά αναλύεται σε έμπρακτ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /emˈbɾa.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπρά‐κτως
- τονικό παρώνυμο: έμπρακτος
Μεταφράσεις
εμπράκτως
|
Πηγές
- έμπρακτος (& εμπράκτως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.