remise

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
remise remises

Ουσιαστικό

remise (fr) θηλυκό

  1. η κατάθεση (ενός ποσού)
  2. η έκπτωση
  3. η αποθήκη (για εποχιακή τακτοποίηση)
  4. η επίδοση (για ενός διπλώματος, ενός μεταλλίου, ενός γράμματος)
  5. η απονομή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.