remise
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
remise
remises
Ουσιαστικό
remise
(fr)
θηλυκό
η
κατάθεση
(ενός
ποσού
)
η
έκπτωση
η
αποθήκη
(για εποχιακή τακτοποίηση)
η
επίδοση
(για ενός διπλώματος, ενός μεταλλίου, ενός γράμματος)
η
απονομή
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.