έκδυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκδυση | οι | εκδύσεις |
| γενική | της | έκδυσης* | των | εκδύσεων |
| αιτιατική | την | έκδυση | τις | εκδύσεις |
| κλητική | έκδυση | εκδύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκδύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκδυση < αρχαία ελληνική έκδυση > εκδύω

Έκδυση ενός κάβουρα, ενώ η έκδυση μιας προνύμφης μεταξοσκώληκα που ζει περ. 30 με 40 μέρες γίνεται 4 φορές
Ουσιαστικό
έκδυση θηλυκό
- αποβολή της ενδυμασίας
- (βιολογία) η απόρριψη του δέρματος (στα ερπετά) ή του κελύφους (στα αρθρόποδα)
Συγγενικά
- εκδύομαι
- γδύσιμο
-
έκδυση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.