γδύσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γδύσιμο | τα | γδυσίματα |
| γενική | του | γδυσίματος | των | γδυσιμάτων |
| αιτιατική | το | γδύσιμο | τα | γδυσίματα |
| κλητική | γδύσιμο | γδυσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γδύσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γδύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του γδύνομαι, το να βγάζει κανείς τα ρούχα του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.