εθιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθιμικός | η | εθιμική | το | εθιμικό |
| γενική | του | εθιμικού | της | εθιμικής | του | εθιμικού |
| αιτιατική | τον | εθιμικό | την | εθιμική | το | εθιμικό |
| κλητική | εθιμικέ | εθιμική | εθιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθιμικοί | οι | εθιμικές | τα | εθιμικά |
| γενική | των | εθιμικών | των | εθιμικών | των | εθιμικών |
| αιτιατική | τους | εθιμικούς | τις | εθιμικές | τα | εθιμικά |
| κλητική | εθιμικοί | εθιμικές | εθιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εθιμικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανάγεται σε έθιμο
- εθιμικό δίκαιο: η απόδοση δικαιοσύνης με βάση τους άγραφους κανόνες μιας κοινωνίας και όχι με βάση το γραπτό δίκαιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.