custom

Αγγλικά (en)

Επίθετο

custom (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • (και custom-made) κατά παραγγελία, ειδικού σχεδιασμού ανά πελάτη, προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών κατασκευής
    I had the suit made custom.
    Φτιάχνω το κοστούμι παραγγελία.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
custom customs

custom (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση, το έθιμο
    It is a custom in our family to…
    Είναι παράδοση στην οικογένειά μας να…
    according to custom - όπως είναι το έθιμο
     δείτε τη λέξη tradition
  2.  και δείτε τη λέξη customs

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.