εγγράψιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγράψιμος η εγγράψιμη το εγγράψιμο
      γενική του εγγράψιμου της εγγράψιμης του εγγράψιμου
    αιτιατική τον εγγράψιμο την εγγράψιμη το εγγράψιμο
     κλητική εγγράψιμε εγγράψιμη εγγράψιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγράψιμοι οι εγγράψιμες τα εγγράψιμα
      γενική των εγγράψιμων των εγγράψιμων των εγγράψιμων
    αιτιατική τους εγγράψιμους τις εγγράψιμες τα εγγράψιμα
     κλητική εγγράψιμοι εγγράψιμες εγγράψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγγράψιμος (ρηματικό επίθετο) < αοριστικό θέμα εγγραψ- του ρήματος εγγράφ(-ω) + -ιμος

Επίθετο

εγγράψιμος, -η, -ο

  1. (γεωμετρία) που υπάρχει η δυνατότητα να εγγραφεί (λέξη συνήθης κυρίως στη γεωμετρία για σχήματα που μπορεί να εγγραφούν μέσα σε άλλα σχήματα)
    εγγράψιμο σχήμα σε κύκλο είναι εκείνο για το οποίο υπάρχει κύκλος στον οποίο μπορεί να εγγραφεί, να γίνει δηλαδή εγγεγραμμένο
  2. (πληροφορική) αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να καταγράψει πληροφορίες/στοιχεία/δεδομένα
    εγγράψιμο DVD

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη εγγράφω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.