εγγράψιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγγράψιμος | η | εγγράψιμη | το | εγγράψιμο |
| γενική | του | εγγράψιμου | της | εγγράψιμης | του | εγγράψιμου |
| αιτιατική | τον | εγγράψιμο | την | εγγράψιμη | το | εγγράψιμο |
| κλητική | εγγράψιμε | εγγράψιμη | εγγράψιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγγράψιμοι | οι | εγγράψιμες | τα | εγγράψιμα |
| γενική | των | εγγράψιμων | των | εγγράψιμων | των | εγγράψιμων |
| αιτιατική | τους | εγγράψιμους | τις | εγγράψιμες | τα | εγγράψιμα |
| κλητική | εγγράψιμοι | εγγράψιμες | εγγράψιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
εγγράψιμος (ρηματικό επίθετο) < αοριστικό θέμα εγγραψ- του ρήματος εγγράφ(-ω) + -ιμος
Επίθετο
εγγράψιμος, -η, -ο
- (γεωμετρία) που υπάρχει η δυνατότητα να εγγραφεί (λέξη συνήθης κυρίως στη γεωμετρία για σχήματα που μπορεί να εγγραφούν μέσα σε άλλα σχήματα)
- ↪ εγγράψιμο σχήμα σε κύκλο είναι εκείνο για το οποίο υπάρχει κύκλος στον οποίο μπορεί να εγγραφεί, να γίνει δηλαδή εγγεγραμμένο
- (πληροφορική) αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να καταγράψει πληροφορίες/στοιχεία/δεδομένα
- ↪ εγγράψιμο DVD
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη εγγράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.