αγέραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγέραστος η αγέραστη το αγέραστο
      γενική του αγέραστου της αγέραστης του αγέραστου
    αιτιατική τον αγέραστο την αγέραστη το αγέραστο
     κλητική αγέραστε αγέραστη αγέραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγέραστοι οι αγέραστες τα αγέραστα
      γενική των αγέραστων των αγέραστων των αγέραστων
    αιτιατική τους αγέραστους τις αγέραστες τα αγέραστα
     κλητική αγέραστοι αγέραστες αγέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγέραστος < α- + γεράζω (θέμα αορίστου γέρασα) + -τος

Επίθετο

αγέραστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.