άχεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχεστος η άχεστη το άχεστο
      γενική του άχεστου της άχεστης του άχεστου
    αιτιατική τον άχεστο την άχεστη το άχεστο
     κλητική άχεστε άχεστη άχεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχεστοι οι άχεστες τα άχεστα
      γενική των άχεστων των άχεστων των άχεστων
    αιτιατική τους άχεστους τις άχεστες τα άχεστα
     κλητική άχεστοι άχεστες άχεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άχεστος < α- στερητικό + χεσ- (χέζω) + -τος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.çe.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άχεστος

Επίθετο

άχεστος, -η, -ο (οικείο)

  1. που δεν είναι χεσμένος, που δεν έχει χέσει ή χεστεί, δεν είναι λερωμένος από χέσιμο
  2. (μεταφορικά) που δεν τον έχουνε βρίσει

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.