χεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χεσμένος | η | χεσμένη | το | χεσμένο |
| γενική | του | χεσμένου | της | χεσμένης | του | χεσμένου |
| αιτιατική | τον | χεσμένο | τη | χεσμένη | το | χεσμένο |
| κλητική | χεσμένε | χεσμένη | χεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χεσμένοι | οι | χεσμένες | τα | χεσμένα |
| γενική | των | χεσμένων | των | χεσμένων | των | χεσμένων |
| αιτιατική | τους | χεσμένους | τις | χεσμένες | τα | χεσμένα |
| κλητική | χεσμένοι | χεσμένες | χεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χεσμένος < χέζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.