χέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
| γενική | του | χεσίματος | των | χεσιμάτων |
| αιτιατική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
| κλητική | χέσιμο | χεσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χέσιμο ουδέτερο
Εκφράσεις
- (χυδαίο) ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο
- (χυδαίο) τρώω χέσιμο: με επιπλήττουν
Μεταφράσεις
χέσιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.