χέσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέσιμο τα χεσίματα
      γενική του χεσίματος των χεσιμάτων
    αιτιατική το χέσιμο τα χεσίματα
     κλητική χέσιμο χεσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χέσιμο < χέζω (θέμα αορίστου χεσ-) + -ιμο

Ουσιαστικό

χέσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χέζω, η αφόδευση
  2. (χυδαίο) η σφοδρή επίπληξη
    με φώναξε ο προϊστάμενος στο γραφείο του κι έφαγα ένα χέσιμο!

Εκφράσεις

  • (χυδαίο) ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο
  • (χυδαίο) τρώω χέσιμο: με επιπλήττουν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.