άτεχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτεχνος η άτεχνη το άτεχνο
      γενική του άτεχνου της άτεχνης του άτεχνου
    αιτιατική τον άτεχνο την άτεχνη το άτεχνο
     κλητική άτεχνε άτεχνη άτεχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτεχνοι οι άτεχνες τα άτεχνα
      γενική των άτεχνων των άτεχνων των άτεχνων
    αιτιατική τους άτεχνους τις άτεχνες τα άτεχνα
     κλητική άτεχνοι άτεχνες άτεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτεχνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄτεχνος (‹ στερητικό α + -τεχνος τέκτων "δημιουργός"

Επίθετο

άτεχνος, -η, -ο

  1. αυτός που δημιουργήθηκε χωρίς τέχνη
    άτεχνο σπίτι
     συνώνυμα: κακοφτιαγμένος, ακαλαίσθητος, χοντροκομμένος, ατζαμίδικος
     αντώνυμα: κομψός, καλοφτιαγμένος
  2. αυτός που αγνοεί τους κανόντες της τέχνης και της τεχνικής
    ο τεχνίτης που πήραμε αποδείχτηκε άτεχνος
     συνώνυμα: αδέξιος, αμέθοδος, ανεπιτήδειος, εμπειρικός, ατζαμής
     αντώνυμα: επιδέξιος, πεπειραμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.