sujet
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | sujet | sujets |
| θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- ο υπήκοος
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | sujet | sujets |
| θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- (νομικός όρος) που υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση, που υποχρεούται να
- επιρρεπής, που υπόκειται σε, που πάσχει συχνά από κάτι
- il est sujet à des migraines - πάσχει συχνά από ημικρανίες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.