ασχετοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασχετοσύνη | οι | ασχετοσύνες |
| γενική | της | ασχετοσύνης | των | ασχετοσυνών |
| αιτιατική | την | ασχετοσύνη | τις | ασχετοσύνες |
| κλητική | ασχετοσύνη | ασχετοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.