άπλετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπλετος η άπλετη το άπλετο
      γενική του άπλετου της άπλετης του άπλετου
    αιτιατική τον άπλετο την άπλετη το άπλετο
     κλητική άπλετε άπλετη άπλετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπλετοι οι άπλετες τα άπλετα
      γενική των άπλετων των άπλετων των άπλετων
    αιτιατική τους άπλετους τις άπλετες τα άπλετα
     κλητική άπλετοι άπλετες άπλετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπλετος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπλετος (τεράστιος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ple.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άπλετος

Επίθετο

άπλετος, -η, -ο

  1. απεριόριστος, απέραντος
  2. άφθονος, πολύς
      «Θέματα που ρίχουν σκιές στον χώρο της Δικαιοσύνης, όπου θα έπρεπε να υπάρχει άπλετο φως», εντόπισε ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, αρμόδιος για θέματα διαφθοράς. (* εφημερίδα Αυγή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.