άπαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπαχος η άπαχη το άπαχο
      γενική του άπαχου της άπαχης του άπαχου
    αιτιατική τον άπαχο την άπαχη το άπαχο
     κλητική άπαχε άπαχη άπαχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπαχοι οι άπαχες τα άπαχα
      γενική των άπαχων των άπαχων των άπαχων
    αιτιατική τους άπαχους τις άπαχες τα άπαχα
     κλητική άπαχοι άπαχες άπαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπαχος < (ελληνιστική κοινή) ἄπαχος

Επίθετο

άπαχος, -η, -ο

  1. (για προϊόντα) που δεν έχει λίπος
     αντώνυμα: λιπαρός, παχύς
  2. (για ανθρώπους) που δεν είναι παχύς
     συνώνυμα: αδύνατος, λιγνός
     αντώνυμα: παχύς, χοντρός
  3. αποβουτυρωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.