αποβουτυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποβουτυρωμένος | η | αποβουτυρωμένη | το | αποβουτυρωμένο |
| γενική | του | αποβουτυρωμένου | της | αποβουτυρωμένης | του | αποβουτυρωμένου |
| αιτιατική | τον | αποβουτυρωμένο | την | αποβουτυρωμένη | το | αποβουτυρωμένο |
| κλητική | αποβουτυρωμένε | αποβουτυρωμένη | αποβουτυρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποβουτυρωμένοι | οι | αποβουτυρωμένες | τα | αποβουτυρωμένα |
| γενική | των | αποβουτυρωμένων | των | αποβουτυρωμένων | των | αποβουτυρωμένων |
| αιτιατική | τους | αποβουτυρωμένους | τις | αποβουτυρωμένες | τα | αποβουτυρωμένα |
| κλητική | αποβουτυρωμένοι | αποβουτυρωμένες | αποβουτυρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποβουτυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποβουτυρώνω
Μεταφράσεις
αποβουτυρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.