άλογου

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άλογου

  1. γενική ενικού του άλογος, αρσενικό
  2. γενική ενικού του άλογο, ουδέτερο του άλογος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

άλογου ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.