άκων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκων | η | άκουσα | το | άκον |
| γενική | του | άκοντος | της | άκουσας & ακούσης* |
του | άκοντος |
| αιτιατική | τον | άκοντα | την | άκουσα | το | άκον |
| κλητική | άκων | άκουσα | άκον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκοντες | οι | άκουσες | τα | άκοντα |
| γενική | των | ακόντων | των | ακουσών | των | ακόντων |
| αιτιατική | τους | άκοντες | τις | άκουσες | τα | άκοντα |
| κλητική | άκοντες | άκουσες | άκοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκων, συνηρημένη μορφή του επιθέτου ἀέκων < ἀ- στερητικό + ἑκών
Αντώνυμα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
άκων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.