ειδώλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειδώλιο | τα | ειδώλια |
| γενική | του | ειδωλίου & ειδώλιου |
των | ειδωλίων |
| αιτιατική | το | ειδώλιο | τα | ειδώλια |
| κλητική | ειδώλιο | ειδώλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γυναικείο κυκλαδικό ειδώλιο, 2800–2300 πΧ
Ετυμολογία
- ειδώλιο < είδωλο + -ιον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική statuette[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈðo.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐δώ‐λι‐ο
Αναφορές
- ειδώλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.