ειδώλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ειδώλιο τα ειδώλια
      γενική του ειδωλίου
& ειδώλιου
των ειδωλίων
    αιτιατική το ειδώλιο τα ειδώλια
     κλητική ειδώλιο ειδώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναικείο κυκλαδικό ειδώλιο, 2800–2300 πΧ

Ετυμολογία

ειδώλιο < είδωλο + -ιον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική statuette[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðo.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειδώλιο

Ουσιαστικό

ειδώλιο ουδέτερο

  • (γλυπτική) αγαλματίδιο
    τα γυναικεία μαρμάρινα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.