σκαλάθυρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαλάθυρμα | τα | σκαλαθύρματα |
| γενική | του | σκαλαθύρματος | των | σκαλαθυρμάτων |
| αιτιατική | το | σκαλάθυρμα | τα | σκαλαθύρματα |
| κλητική | σκαλάθυρμα | σκαλαθύρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαλάθυρμα < σκάλλω=σκαλίζω + αθύρω
Ουσιαστικό
σκαλάθυρμα ουδέτερο
- (λόγιο) (σπάνιο) μικρό ή πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο
- άτεχνο, βιαστικό λογοτεχνικό έργο, που γινόταν χωρίς προσοχή, χωρίς φροντίδα, προχειρολόγημα.
Μεταφράσεις
σκαλάθυρμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.