σκαλάθυρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαλάθυρμα τα σκαλαθύρματα
      γενική του σκαλαθύρματος των σκαλαθυρμάτων
    αιτιατική το σκαλάθυρμα τα σκαλαθύρματα
     κλητική σκαλάθυρμα σκαλαθύρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαλάθυρμα < σκάλλω=σκαλίζω + αθύρω

Ουσιαστικό

σκαλάθυρμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) (σπάνιο) μικρό ή πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο
  2. άτεχνο, βιαστικό λογοτεχνικό έργο, που γινόταν χωρίς προσοχή, χωρίς φροντίδα, προχειρολόγημα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.