υποχείριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποχείριο | τα | υποχείρια |
| γενική | του | υποχείριου | των | υποχείριων |
| αιτιατική | το | υποχείριο | τα | υποχείρια |
| κλητική | υποχείριο | υποχείρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποχείριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποχείριος
Ουσιαστικό
υποχείριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
υποχείριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.