ἄθυρμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄθυρμᾰ τὰ ἀθύρμᾰτ
      γενική τοῦ ἀθύρμᾰτος τῶν ἀθυρμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀθύρμᾰτ τοῖς ἀθύρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄθυρμᾰ τὰ ἀθύρμᾰτ
     κλητική ! ἄθυρμᾰ ἀθύρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθύρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀθυρμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄθυρμα < ἀθύρ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

ἄθυρμα ουδέτερο

  • το παιχνίδι, αντικείμενο που χρησιμοποιείται από παιδιά για να παίξουν

Παράγωγα

  • ἀθυρμάτιον (υποκοριστικό)
  • ἀθυρματώδης

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.