αθυρματοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αθυρματοποιός | οι | αθυρματοποιοί |
| γενική | του | αθυρματοποιού | των | αθυρματοποιών |
| αιτιατική | τον | αθυρματοποιό | τους | αθυρματοποιούς |
| κλητική | αθυρματοποιέ | αθυρματοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αθυρματοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.