άγουσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άγουσα οι άγουσες
      γενική της άγουσας των αγουσών
    αιτιατική την άγουσα τις άγουσες
     κλητική άγουσα άγουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άγουσα < αρχαία ελληνική ἄγουσα, θηλυκό του ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω

Ουσιαστικό

άγουσα θηλυκό

  • (λόγιο) δρόμος που οδηγεί προς τα κάπου, που σε άγει κάπου

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.