άβατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άβατο | τα | άβατα |
| γενική | του | άβατου | των | άβατων |
| αιτιατική | το | άβατο | τα | άβατα |
| κλητική | άβατο | άβατα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άβατο < (ελληνιστική κοινή) ἄβατον, ουδέτερο του ἄβατος < ἀ- + αρχαία ελληνική βαίνω
Ουσιαστικό
άβατο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.