ἄβατον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄβατον | τὰ | ἄβατᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀβάτου | τῶν | ἀβάτων |
| δοτική | τῷ | ἀβάτῳ | τοῖς | ἀβάτοις |
| αιτιατική | τὸ | ἄβατον | τὰ | ἄβατᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄβατον | ἄβατᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβάτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀβάτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ἄβατον ουδέτερο
Ουσιαστικό
- ἄβατον ουδέτερο
- ιερός χώρος
- γενικά χώρος περιορισμένης προσπέλασης, λόγω ιερότητας
Συνώνυμα
- ἄδυτον
Εκφράσεις
- άβατον μοναστηριακό, ή μοναστηριακό άβατον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.