Φαίδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φαίδρα οι Φαίδρες
      γενική της Φαίδρας
    αιτιατική τη Φαίδρα τις Φαίδρες
     κλητική Φαίδρα Φαίδρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Δείτε και το αρσενικό Φαίδρος.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φαίδρα < αρχαία ελληνική Φαίδρα < θηλυκό του Φαῖδρος < φαιδρός < φαίνω < πρωτοελληνική *pʰáňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰn̥h₂ye- < *bʰeh₂- (λάμπω)

Κύριο όνομα

Φαίδρα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φαίδρ αἱ Φαῖδραι
      γενική τῆς Φαίδρᾱς τῶν Φαιδρῶν
      δοτική τῇ Φαίδρ ταῖς Φαίδραις
    αιτιατική τὴν Φαίδρᾱν τὰς Φαίδρᾱς
     κλητική ! Φαίδρ Φαῖδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φαίδρ
γεν-δοτ τοῖν  Φαίδραιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φαίδρα < θηλυκό του Φαῖδρος < φαιδρός < φαίνω < πρωτοελληνική *pʰáňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [[*bʰn̥h₂ye- < *bʰeh₂-#Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)|*bʰn̥h₂ye- < *bʰeh₂-]] (λάμπω)

Κύριο όνομα

Φαίδρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.