Φαίδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φαίδρος οι Φαίδροι
      γενική του Φαίδρου των Φαίδρων
    αιτιατική τον Φαίδρο τους Φαίδρους
     κλητική Φαίδρε Φαίδροι
Δείτε και το θηλυκό Φαίδρα.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φαίδρος < αρχαία ελληνική Φαῖδρος

Κύριο όνομα

Φαίδρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.