Υμηττός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Υμηττός | οι | Υμηττοί |
| γενική | του | Υμηττού | των | Υμηττών |
| αιτιατική | τον | Υμηττό | τους | Υμηττούς |
| κλητική | Υμηττέ | Υμηττοί | ||
| συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Υμηττός < αρχαία ελληνική Ὑμηττός < προελληνική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.miˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐μητ‐τός
Κύριο όνομα

Η ανατολική πλευρά του Υμηττού
Υμηττός αρσενικό
- βουνό της Αττικής
- ≈ συνώνυμα: Τρελοβούνι
- ※ Ὦ Ὑμηττέ, μυρισμένα τὰ βοτάνια / Τὴν πέτρα σου ἡμερόνουν, κ’ ἡ μολόχα / Γλυκειὰ μὲ τὸ γλυκὸ σμίγει θυμάρι. (Λέανδρος Παλαμάς, Τραγούδι στον Υμηττό, 1914)
- ※ Εκεί ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό / Και είναι, πως να σας το πω, πολύ μπλεγμένο ομολογώ (Ο Υμηττός, στίχοι/μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, εκτέλεση: Νάνα Μούσχουρη, 1959)
- προάστιο της Αθήνας
-
Υμηττός στη Βικιπαίδεια

-
Υμηττός Αττικής στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Υμηττός
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.