Τρελοβούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Τρελοβούνι | τα | Τρελοβούνια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | Τρελοβούνι | τα | Τρελοβούνια |
| κλητική | Τρελοβούνι | Τρελοβούνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. Και γενική ενικού «του Τρελοβουνιού». | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾe.loˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρε‐λο‐βού‐νι
Κύριο όνομα
Τρελοβούνι ουδέτερο
- ονομασία του όρους Υμηττός
- ※ Ὁ Μελέτιος ἐν τῇ Γεωγραφίᾳ αὐτοῦ σημειοῖ ὅτι ὁ Ὑμηττὸς ἀπεκαλεῖτο ἐπὶ Τουρκοκρατίας «Τηλεβοῦνι», ὅπερ βεβαίως προέρχεται ἐξ ἐπιδιορθώσεως τοῦ ὀνόματος Τρελοβοῦνι. (Δημήτριος Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, (Εν Αθήναις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1890, επανέκδοση: 2015), σελ. 188)
- Τρελλοβούνι (παρωχημένη γραφή)
Αναφορές
- Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, Τα Ελληνικά, (Εν Αθήναις: Τυπογραφείο Κ. Αντωνιάδου, 1853), σελ. 160)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.