Τρίτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τρίτη | οι | Τρίτες |
| γενική | της | Τρίτης | των | Τριτών |
| αιτιατική | την | Τρίτη | τις | Τρίτες |
| κλητική | Τρίτη | Τρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τρίτη < ελληνιστική κοινή Τρίτη (εννοείται η τρίτη ημέρα μετά το Σάββατο), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τρίτος
Κύριο όνομα
Τρίτη θηλυκό
Μεταφράσεις
η μέρα της εβδομάδας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.