τρίτη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίτη < θηλυκό του τρίτος

Ουσιαστικό

τρίτη θηλυκό (τρίτος αρσενικό)

  1. η τρίτη συμφωνία του Μπετόβεν, η «Ηρωική»
    Η Τρίτη είναι καλύτερη από την Ποιμενική
  2. (μαθηματικά) η τρίτη δύναμη ή ο κύβος
    Ύψωσε όλη την παράσταση στην τρίτη και υπολόγισε την τιμή της για x=3
  3. θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου
    Βάλε τρίτη γιατί με τη δευτέρα ζορίζεις τη μηχανή χωρίς λόγο
  4. μία από τις τάξεις στο Δημοτικό σχολείο, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο
    μεγάλωσε το παιδί μας και τώρα θα πάει στην τρίτη

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τρίτη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.