Σύρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σύρος | ||
| γενική | της | Σύρου | ||
| αιτιατική | τη | Σύρο | ||
| κλητική | Σύρε (Σύρο) | |||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σύρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σῦρος (το νησί)
- Σύρος < αρχαία ελληνική Σύρος (το εθνικό όνομα) < ακκαδική 𒀭𒊬 (Aššur)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.