Συριανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Συριανή οι Συριανές
      γενική της Συριανής των Συριανών
    αιτιατική τη Συριανή τις Συριανές
     κλητική Συριανή Συριανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Συριανή, θηλυκό του Συριανός

Ουσιαστικό

Συριανή θηλυκό

  1. αυτή που κατοικεί στη Σύρο ή κατάγεται από το νησί αυτό
     συνώνυμα: Σύρια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.