Σύρη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σύρη, θηλυκό του Σύρος

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σύρη οι Σύρες
      γενική της Σύρης των (Συρών)
    αιτιατική τη Σύρη τις Σύρες
     κλητική Σύρη Σύρες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Σύρη θηλυκό, συνηθέστερα Σύρια

  • (σπάνιο) αυτή που κατάγεται από τη Συρία
    Στη Σύρη Ζάινα Ερχάιμ το βραβείο των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (από την εφημερίδα «Το Ποντίκι», 17 Νοε. 2015).

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.