Σοφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σοφία | οι | Σοφίες |
| γενική | της | Σοφίας | — | |
| αιτιατική | τη | Σοφία | τις | Σοφίες |
| κλητική | Σοφία | Σοφίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σοφία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Σοφία < αρχαία ελληνική σοφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.